Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 9

Ο ποιητής-απαγγέλτης Vachel Lindsay (1879-1931)

Vachel Lindsay: «Στιχάκια που πληρώνονται με ψωμί»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Αν βάλω ανεπιφύλακτα την ψυχή και το σώμα μου στα χέρια του Κυρίου, θα ’χω κάνει αυτό που περνά απ’ το χέρι μου. Ύστερα ας μ’ οδηγήσουν ή ας με σκοτώσουν κατά πως θέλουν.»

Ιεραπόστολος, τροβαδούρος, εικονογράφος, περίφημος οδοιπόρος, ο αυτόχειρας ποιητής Vachel Lindsay (10.11.1879-5.12.1931), λίγο μεγαλύτερος ηλικιακά και σύγχρονος του Ezra Pound (30.10.1885-1.11.1972), ενσάρκωσε -για όσο διάστημα αποφάσισε να ζήσει- έναν νεώτερο «Ιωάννη Βαπτιστή». Διάβηκε περπατώντας τις πολιτείες της Γεωργίας, της Φλόριδας, της Βόρειας και Νότιας Καρολίνας, για να κηρύξει στο λαό το «Ευαγγέλιο της Ομορφιάς» όπως το έλεγε. Βάλθηκε να προσηλυτίσει τους απλούς ανθρώπους του χωριού και της πόλης στη λατρεία της ομορφιάς, στην ποίηση και την τέχνη, με διαλέξεις και απαγγελίες στίχων του, και μ’ ένα φυλλάδιο που είχε τον τίτλο, «Στιχάκια που πληρώνονται με ψωμί». Πήγαινε να φωτίσει τραγουδώντας τους «άπιστους», να ζωντανέψει και να ξυπνήσει τα μισόκαρδα όνειρα που πλανώνται σ’ άθλια χωριά και πολίχνες.

Γεννημένος ποιητής
Ο Vachel Lindsay γεννήθηκε στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις το 1879 και αυτοκτόνησε στις 5 Δεκεμβρίου του 1931, πίνοντας Lysol. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση από τα παιδικά του χρόνια, εντούτοις σπούδασε ζωγράφος. Ανήμπορος να πουλήσει έστω και ένα του σχέδιο, ξεκίνησε ως άλλος ένας οδοιπόρος-περιπατητής μία μεγάλη περιοδεία στο νότο των Η.Π.Α., ανταλλάσσοντας στίχους για φαγητό και ύπνο. Βρισκόμαστε στο 1905, και τυπώνει το «The Tree of Laughing Bells». Ανήσυχη η εύπορη οικογένειά του τον έστειλε στην Ευρώπη, αλλά επιστρέφοντας εκ νέου άρχισε να εμπορεύεται τους στίχους-ποιήματά του στην τυπογραφική μορφή της πλακέτας, όπως τις εκπληκτικές «Rhymes to be Traded for Bread» (1912). Την περίοδο αυτή, ως άλλος πάστορας, αρχίζει να κηρύττει το «The Gospel of Beauty».
   Το 1913 η Harriet Monroe δημοσιεύει, στο περίφημο και πλέον έγκριτο περιοδικό της εποχής, «Ποίηση», το «General William Both enters into Heaven». Αυτοστιγμεί σημειώνει επιτυχία («ένα φίνο και γενναίο ποίημα», είπε ο William Dean Howells), και μαζί με άλλα ποιήματα ο Lindsay το τυπώνει κανονικά στη μορφή βιβλίου που γνωρίζουμε. Μετά και το «The Congo and others Poems» (1914), ο ποιητής, αρχίζει να δίδει σειρά δημοσίων παραστάσεων, για τις οποίες ήταν ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος. Το έργο του, μια κι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές, αρκούσε για να δικαιολογήσει την έκδοση μιας ανθολογίας ποιημάτων του στην Αγγλία με τον τίτλο «The Daniel Jazz», το 1920. Ανάμεσα στα τελευταία του πονήματα ξεχωρίζουν τα «The Golden Whales of California» (1920), «Going-to-the-Sun» (1923) και το «Every Soul is a Circus» (1929).

Ο γελωτοποιός της ποιήσεως
Ο Vachel Lindsay χαρακτηρίστηκε πολλές φορές αστείος, κωμικός ακόμη και γελοίος, μια και η ιδιορρυθμία του τρόπου απαγγελίας του και οι κινήσεις του σώματός του -κατά την εκφορά του λόγου- δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο για τα ήθη συμπεριφοράς της συντηρητικής εποχής του. Το γεγονός ότι υπήρξε πιονέρος μ’ αυτό που πρόσφερε στο κοινό, χωρίς αιδώ, ξάφνιαζε τους κοινωνικούς τύπους που επιβάλλει κατά καιρούς μία φοβισμένη κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Παρότι το οικογενειακό του υπόστρωμα υπήρξε πλούσιο, ο ποιητής, έζησε μεγάλες περιόδους οικονομικής ανέχειας. Το 1924 διαγνώστηκε ότι έπασχε από επιληψία. Την ίδια περίοδο παντρεύεται και αποκτάει με μια 23χρονη καθηγήτρια γυμνασίου δυο παιδιά. Ο ψυχισμός του, όμως, αντιστρέφεται επικίνδυνα. Αρχίζει να έχει σχιζοειδείς πλάνες, παραληρήματα και ξεσπάσματα μένους, ακόμη και μπροστά στο κοινό του. Όταν του καρφώθηκε στο νου η υποψία ότι η γυναίκα του τον απατά εμφανίζει άκρατη βίαιη συμπεριφορά προς αυτήν και τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να θέσει οικειοθελώς και «έχοντας σώας τας φρένας» τέλος ή αρχή στο πέρασμα του από τη Γης. Ο Vachel Lindsay αποτελεί έναν ολοκληρωμένο εκ γενετής ποιητή, που εμφάνισε το θεϊκό/διαβολικό ταλέντο του τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε: στα γυρίσματα των αιώνων εμφανίζονται ή εξαφανίζονται οι λευκοί/μαύροι φωστήρες/σκοτοδότες της Ποιήσεως.         
  

Βιβλιογραφία
1. The Penguin Book of American Verse, Selected with an introduction and notes by Geoffrey Moore, Penguin Books Ltd., First Published 1954, pages 67-70
2. Έζρα Πάουντ και Βέιτσελ Λίντσεϋ (Ποιήματα), εισαγωγή και μτφρ. Νίκου Σημηριώτη, εικονογράφηση Βέιτσελ Λίντσεϋ, εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα, 1972
3. Η θηριώδης μούσα (επιλογή από το έργο επτά αυτόχειρων Αμερικανών ποιητών), εισαγωγή, απόδοση και σχόλια Γιάννη Αντιόχου, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2008, Βάτσελ Λίντσεϊ, σσ. 21-54

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 1η Νοεμβρίου 2015, σελ. 4.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου